σημειώνομαι

σημειώνομαι
σημειώνομαι, σημειώθηκα, σημειωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επισφραγίζω — (AM ἐπισφραγίζω) 1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία) 2. ολοκληρώνω,… …   Dictionary of Greek

  • παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • προπαρασημαίνομαι — Μ παθ. σημειώνομαι, επισημαίνομαι κατά το παρελθόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παρασημαίνω «σημειώνω, παρατηρώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσγράφω — ΝΜΑ 1. προσθέτω κατά την γραφή το γράμμα ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η προσγεγραμμένη το ι όταν τίθεται δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης αρχ. 1. γράφω κάτι επί πλέον («ἄν τι προσγράψαι… …   Dictionary of Greek

  • συγχαράσσω — Α παθ. συγχαράσσομαι α) σχίζομαι συγχρόνως β) σημειώνομαι («συγκεχάρακται στιγμαῑς», Φιλούμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαράσσω «σχίζω, σχεδιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”